-
1 παρεκφέρω
A abuse, τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς prob. in IG22.1099.33 (ii A. D.) :—[voice] Pass., to be carried beyond bounds, Aristipp. ap. Stob.3.17.17 ;πέρα τοῦ μέτρου Plu.2.102c
, cf. Metrod.Herc.831.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεκφέρω
См. также в других словарях:
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek